Αποθήκη των ωφελίμων γνώσεων
- Αποθήκη των ωφελίμων γνώσεων
- Μηνιαίο περιοδικό Αμερικανών ιεραποστόλων που κυκλοφορούσε στα ελληνικά στη Σμύρνη (1837-44). Η ύλη του ήταν καθαρά εγκυκλοπαιδική, γι’ αυτό και το περιοδικό γνώρισε πολλές ανατυπώσεις τόμων ή άρθρων του.
Dictionary of Greek.
2013.
Look at other dictionaries:
Αποθήκη των ωφελίμων και τερπνών γνώσεων — Εικονογραφημένο μηνιαίο περιοδικό που ιδρύθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1847 και εκδόθηκε έως το τέλος του 1848. Διευθυντής και εκδότης του περιοδικού ήταν ο Ιάκωβος Πιτζιπιός από τη Χίο. Το περιοδικό δημοσίευε εγκυκλοπαιδικού περιεχομένου… … Dictionary of Greek
φανερόγαμος — η, ο, Ν 1. (για φυτά) αυτός τού οποίου τα αναπαραγωγικά όργανα είναι εμφανή 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φανερόγαμα (βοτ.) ονομασία που χρησιμοποιείται σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης τών φυτών και η οποία αναφέρεται στα φυτά στα οποία τα… … Dictionary of Greek
οδοντόκονις — η παρασκεύασμα με μορφή σκόνης που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κόνις «σκόνη». Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων] … Dictionary of Greek
ευρωτίαση — η σχηματισμός μούχλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρωτιώ. Η λέξη μαρτυρείται από το 1848 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων] … Dictionary of Greek
οικοτροφείο — το 1. ίδρυμα στο οποίο παρέχεται στέγη και τροφή με καταβολή χρημάτων 2. δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο στο οποίο διαμένουν και τρέφονται οι μαθητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικότροφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και… … Dictionary of Greek
στενογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στενογραφία 2. αυτός που είναι γραμμένος με τη μέθοδο τής στενογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων] … Dictionary of Greek